Κούρσα επενδύσεων στην Ελλάδα κάνουν πολυεθνικές εταιρείες, κολοσσοί τεχνολογίας αλλά και ξένες νεοφυείς εταιρείες, βοηθώντας τη χώρα να κερδίσει το δύσκολο στοίχημα της επιστροφής ταλέντου που έφυγε στο εξωτερικό τα χρόνια της κρίσης. Το ερώτημα βέβαια είναι γιατί μπορεί να την επιλέγουν; Σύμφωνα με το IMD που μετράει τον δείκτη ανταγωνιστικότητας για 63 χώρες, δύο βασικοί παράγοντες που καθιστούν την Ελληνική οικονομία ελκυστική, είναι το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό καθώς και το υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο. Πρόκειται για το εγχώριο ταλέντο που παράγει η χώρα μας και εντοπίζουν οι ξένες εταιρείες σε μεγάλο αριθμό και σε κόστος χαμηλότερο σε σύγκριση με άλλες χώρες.
Εάν εξαιρέσουμε ωστόσο μεγάλες επιχειρήσεις, κυρίως από τον κλάδο της τεχνολογίας, που παρέχουν στους εργαζομένους ανταγωνιστικούς μισθούς, οι οικονομικές απολαβές των εργαζομένων στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι αρκετά χαμηλές σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ε.Ε., γεγονός που δείχνει ότι το στοίχημα του brain gain αργεί και θα το κερδίσει η χώρα πολύ δύσκολα.
«Οταν έφυγα για να σπουδάσω στο Εδιμβούργο, δεν φαντάστηκα ποτέ ότι θα ερχόταν στα Ιωάννινα μία εταιρεία σαν αυτή που εργάζομαι τώρα», παραδέχεται στην «Κ» ο 38χρονος Γιαννιώτης Γιώργος Καραγιάννης, προγραμματιστής και ένας από τους υπεύθυνους της εταιρείας υψηλής τεχνολογίας P&I Hellas στα Ιωάννινα.
Εχοντας την επιθυμία να μείνει κοντά στην οικογένειά του και να δουλέψει στην πόλη όπου μεγάλωσε, επέστρεψε το 2017 από την Αγγλία. «Στην εταιρεία υπάρχει εξέλιξη, οι παροχές είναι πολύ καλές και οι μισθοί είναι κοντά στους γερμανικούς μισθούς. Εχουμε φτιάξει τη δική μας κουλτούρα μέσα στην εταιρεία», λέει. Ο κ. Καραγιάννης αποφοίτησε από το τμήμα Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων το 2009, ενώ λίγους μήνες μετά ξεκίνησε να εργάζεται σε μία μικρή εταιρεία πληροφορικής στα Ιωάννινα, λαμβάνοντας μόλις 630 ευρώ τον μήνα.
Τον Σεπτέμβριο του 2015, στην «καρδιά» των capital controls, έφυγε για μεταπτυχιακό στο Εδιμβούργο –βγάζοντας λίγα λίγα τα χρήματα από το ΑΤΜ–, ενώ αργότερα δούλεψε στο Νιούκαστλ για περίπου ένα χρόνο. «Επιθυμούσα να επιστρέψω στην Ελλάδα, όχι όμως για να δουλέψω σε μία Ελληνική εταιρεία, δεν ήθελα να δουλέψω σε εταιρεία που θα ήταν εσωστρεφής. Μόλις είδα στο τμήμα διασύνδεσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων την αγγελία της P&I, έστειλα το βιογραφικό μου, μίλησα στον υπεύθυνο και ήμουν από τους πρώτους που προσλήφθηκαν το 2017». Τα Ιωάννινα έχουν μπει για τα καλά στον «χάρτη» της έρευνας και της τεχνολογίας τα τελευταία χρόνια, αφού εκεί δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, η TeamViewer και η γερμανική εταιρεία ηλεκτρονικού εμπορίου BestSecret αναπτύσσοντας hub τεχνολογίας.
«Ο κλάδος της πληροφορικής στην Ελλάδα εξελίσσεται σε έναν πολύ σημαντικό τομέα για την απασχόληση και συνολικά για την Ελληνική οικονομία. Το brain drain έχει σε μεγάλο βαθμό αντιστραφεί, από νωρίς προσλαμβάνονται άτομα, ενώ οι μισθοί σε μεγάλες εταιρείες του κλάδου είναι πολύ ανταγωνιστικοί», αναφέρει ο συνάδελφος του κ. Καραγιάννη και μηχανικός λογισμικού στην P&I, Απόστολος Βόγκλης.
Ωστόσο, η αναζήτηση κτιριακών εγκαταστάσεων αποτελεί πρόβλημα για εταιρείες τεχνολογίας όπως η P&I, η οποία απασχολεί περίπου 155 άτομα και έχει τουλάχιστον 20 ανοιχτές θέσεις εργασίας. «Αναζητούμε κτίριο για να στεγάσουμε την ομάδα μας, δεδομένου ότι καθυστερεί η πορεία κατασκευής του πάρκου υψηλής τεχνολογίας από την Περιφέρεια Ηπείρου. Το πλάνο ήταν να μετεγκατασταθούμε εκεί», αναφέρει ο κ. Καραγιάννης.
Στο μεταξύ, μόλις πριν από λίγες ημέρες η Hewlett Packard Enterprise ανακοίνωσε πως ιδρύει κέντρο Ερευνας και Ανάπτυξης τεχνητής νοημοσύνης στην Αθήνα, προσλαμβάνοντας μηχανικούς που θα εργάζονται πάνω σε τεχνολογίες της εταιρείας, όπως το HPE Ezmeral Software. Το κέντρο λειτουργεί με 30 μηχανικούς, με πληροφορίες αλλά και δημοσιεύσεις στελεχών της HPE στο LinkedIn να δίνουν την εντύπωση πως αυτό ιδρύθηκε μέσα από την απορρόφηση της ομάδας (acquihiring) που διατηρούσε στην Ελλάδα η Ελληνική startup Arrikto, εταιρεία του Κωνσταντίνου Βενετσανόπουλου.
Ερευνα που δημοσίευσε πέρυσι η Endeavor Greece υπολογίζει πως 138 ξένες εταιρείες έχουν ιδρύσει στη χώρα μας hubs τεχνολογίας, από τις οποίες οι 73 είναι πολυεθνικές που απασχολούν περισσότερα από 8.000 άτομα σε θέσεις τεχνολογίας. Οι υπόλοιπες 65 ανήκουν στην κατηγορία των startups ή των εταιρειών σε προχωρημένα στάδια ανάπτυξης (scaleups), απασχολώντας περίπου 650 εργαζομένους.
Μαγνήτης επενδύσεων είναι τα τελευταία χρόνια και η Θεσσαλονίκη.
Στην οδό Καρόλου Ντηλ στη Θεσσαλονίκη βρίσκεται το νέο κέντρο πληροφορικής και λογισμικού του ομίλου Deutsche Telekom, ενώ λίγα χρόνια πριν, είχε προηγηθεί η δημιουργία του κέντρου ψηφιακής καινοτομίας (CDI) της φαρμακοβιομηχανίας Pfizer, το οποίο εκτιμάται ότι θα υποστηρίξει συνολικά 8.100 θέσεις εργασίας σε όλο το φάσμα της Ελληνικής οικονομίας για την περίοδο 2020-2030, σύμφωνα με έρευνα του ΙΟΒΕ. Επίσης, ο αμερικανικός τεχνολογικός όμιλος Cisco ίδρυσε τον Ιούνιο του 2020 το διεθνές κέντρο ψηφιακού μετασχηματισμού και ψηφιακών δεξιοτήτων στη Θεσσαλονίκη, ενώ η Deloitte, ίδρυσε το 2017 το Deloitte Alexander Competence Center (DACC).
Το τελευταίο αποτελεί κέντρο δημιουργίας τεχνογνωσίας, εκπαίδευσης και παραγωγικότητας και στεγάζεται στο Τεχνολογικό Πάρκο Θεσσαλονίκης (Technopolis). Κόμβο καινοτομίας στη Θεσσαλονίκη έχει δημιουργήσει και η συμβουλευτική εταιρεία Accenture.
Στην Αθήνα, ο τραπεζικός κολοσσός JP Morgan προχωράει στη δημιουργία ενός Payments Innovation Lab, δηλαδή ενός κέντρου Ερευνας και Ανάπτυξης πάνω σε τεχνολογίες που αφορούν συστήματα πληρωμών, ενώ στο μέτωπο των startups, η μητρική της Facebook, Meta εξαγόρασε την πατρινή εταιρεία Accusonus αξιοποιώντας το δυναμικό που διατηρεί στην Πάτρα.
Χαμηλές πτήσεις στη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων.
Eνώ η δημιουργία τεχνολογικών hub και κέντρων έρευνας και ανάπτυξης από τις πολυεθνικές εταιρείες αποτελούν μορφές επένδυσης που, έπειτα από μία δεκαετή κρίση, αναβαθμίζουν το προφίλ της χώρας, εντούτοις αυτές είναι «περιορισμένης εμβέλειας». Αυτές δηλαδή οι επενδύσεις συνήθως αφορούν την ίδρυση ενός γραφείου σε μεγάλες πόλεις της Ελλάδας και την αξιοποίηση του –χαμηλού σε κόστος– Ελληνικού ταλέντου, και δεν συνοδεύονται από την ίδρυση παραγωγικών εγκαταστάσεων από το μηδέν.
Οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η εμπλοκή πολλών φορέων κατά την αδειοδότηση μιας επένδυσης, η ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, αποτελούν δομικές αδυναμίες της χώρας μας, που πολλές φορές αποτρέπουν τόσο τις ξένες όσο και τις εγχώριες επιχειρήσεις από την υλοποίηση μεγάλων επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας, επενδύσεις που περιλαμβάνουν τόσο κέντρα Ε&Α όσο και παραγωγικές μονάδες. «Καλώς ή κακώς, άλλη προστιθέμενη αξία φέρνει μία υπηρεσία, άλλο αυτή όπου παράγεται πρώτη ύλη και τελικό προϊόν», επισημαίνει επιχειρηματίας στην «Κ».
«Οι υπηρεσίες που εμπλέκονται στη διαδικασία αδειοδότησης των επενδύσεων είναι πάρα πολλές και όλες πρέπει να συναινέσουν», αναφέρει στην «Κ» υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλης εταιρείας του κλάδου της βιομηχανίας, υπενθυμίζοντας πως οι διαδικασίες αδειοδότησης είναι χρονοβόρες. «Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Εμείς διατηρούμε εργοστάσιο στη Μεταμόρφωση, έχουμε γη για να επενδύσουμε στην περιοχή. Δεν μπορούμε όμως να κάνουμε τίποτα. Ο λόγος; Δεν βγαίνουν πολεοδομικές άδειες γιατί πρέπει ο Δήμος Μεταμόρφωσης να προχωρήσει σε πράξη εφαρμογής στο οικόπεδο, διαδικασία που μπορεί να κρατήσει 10 χρόνια. Ετσι, δεν εκδίδεται καμία πολεοδομική άδεια, μπλοκάρονται τα πάντα».
Ο ίδιος προτείνει να δημιουργηθεί ένας «project manager» του Δημοσίου που να συντονίζει όλες τις υπηρεσίες κατά τη διαδικασία υλοποίησης επενδύσεων. «Θα σας πω μια ιστορία. Πριν από λίγα χρόνια, στην Περιφέρεια Αττικής υπήρχε υπάλληλος, υπεύθυνη στην υπηρεσία υδάτων. Αυτή, για κάθε επένδυση, έπρεπε να υπογράψει πως, για παράδειγμα, δεν θα επηρεαστούν τα υπόγεια ύδατα της περιοχής κ.ά. Φοβόταν όμως να αναλάβει την ευθύνη, με αποτέλεσμα να έχουν μπλοκάρει οι επενδύσεις στην περιοχή της Αττικής», λέει. Τελικά το ζήτημα επιλύθηκε. «Η τότε περιφερειάρχης αναγκάστηκε να τη στείλει σε αναρρωτική άδεια και να βάλει άλλον στη θέση της για να υπογράψει και να ξεμπλοκάρουν οι επενδύσεις».
Ο ίδιος λέει πως στην επαρχία, όπου παρέχονται περισσότερα κίνητρα για την υλοποίηση επενδύσεων, υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στην εύρεση προσωπικού υψηλής εξειδίκευσης, ενώ σε ορισμένες περιοχές δεν υπάρχουν καν υποδομές. «Πήγαμε στη Δυτική Μακεδονία, σε περιοχές που δίνονται κίνητρα λόγω και της απολιγνιτοποίησης, προκειμένου να διερευνήσουμε την περιοχή για πιθανή επένδυση. Εκεί όμως οι βιομηχανικές ζώνες δεν έχουν τις ελάχιστες υποδομές, π.χ. για τα λύματα, για τα δίκτυα wifi κ.λπ.».
O Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος της Εurobank, λέει στην «Κ» πως «η χώρα χρειάζεται πάρα πολλές επενδύσεις μόνο και μόνο για να γυρίσει εκεί που ήταν από πλευράς κεφαλαιακού αποθέματος πριν από την κρίση. Σε σταθερές τιμές, το κεφαλαιακό μας απόθεμα έχει μειωθεί 101 δισ. ευρώ από το 2009 και μέχρι το 2022 συνέχισε να μειώνεται. Δηλαδή οι καινούργιες επενδύσεις που υλοποιούνται είναι μικρότερες από τις αποσβέσεις, με αποτέλεσμα να μειώνεται το κεφαλαιακό απόθεμα της χώρας».
Kατά τον ίδιο, «η Ελλάδα έχει ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της ως προς τις τιμές και τους μισθούς. Εκεί όμως που υπολείπεται είναι η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Το σύνολο δηλαδή των παραγόντων που καθορίζουν πόσο ελκυστικό είναι το επιχειρηματικό περιβάλλον».