Ασφαλιστικές εισφορές: Μείωση κατά 2,21% του μη μισθολογικού κόστους για τους μισθωτούς πλήρους απασχόλησης έρχεται από την ερχόμενη Δευτέρα 1η Ιουνίου, σε εφαρμογή της σχετικής διάταξης που ψηφίστηκε με τον πρόσφατο ασφαλιστικό νόμο και προβλέπει μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. 

Aσφαλιστικές εισφορές:

Για τους μισθωτούς που δεν θα ενταχθούν σε μέτρα έκτακτα λόγω κορονοϊού (για παράδειγμα μείωση έως και 50% του χρόνου εργασίας) η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα οδηγήσει σε κυμαινόμενη αύξηση των καθαρών προ φόρου αποδοχών τους, η οποία ξεκινά από 2,73 ευρώ για τους αμειβόμενους με τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ και φτάνει έως και τα 27,3 ευρώ τον μήνα για τις ανώτατες ασφαλιστέες αποδοχές των 6.500 ευρώ τον μήνα.

Ειδικά για τους αμειβόμενους με τον κατώτατο μισθό η αύξηση στις ασφαλιστικές εισφορές θα ισχύσει είτε ο μισθωτός ενταχθεί στην «Συν-Εργασία» είτε όχι, καθώς από το πρόγραμμα θα καλύπτεται το 100% του καθαρού μισθού, που πλέον θα είναι 550,36 ευρώ έναντι 547,63 ευρώ σήμερα. Αντίθετα, για όσους ενταχθούν στο νέο πρόγραμμα με μισθούς υψηλότερους του κατώτατου, η μείωση των καθαρών αποδοχών έως και 16% λόγω της μείωσης του ωραρίου απασχόλησης, αναμένεται σε γενικές γραμμές να εξαφανίσει την ωφέλεια από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.

Η πρόσφατη διάταξη που επέκτεινε και για το 2022 τη μείωση στις ασφαλιστικές εισφορές κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες αποκάλυψε την πρόθεση της κυβέρνησης να δώσει προτεραιότητα στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους και στην προώθηση μέτρων μόνιμης διάρκειας στον τομέα της φορολογίας της εργασίας.

Είχε βέβαια προηγηθεί και η απόφαση για αύξηση του κατώτατου μισθού, από την 1η Ιανουαρίου 2022, κατά 2%, μέσω της οποίας σχεδόν ένας στους τέσσερις μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, που αμείβεται με τα κατώτατα όρια, θα δει έστω και περιορισμένες αυξήσεις στον μισθό του. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι και ο πληθωρισμός θα ξεκινήσει την πορεία αποκλιμάκωσής του μετά το φθινόπωρο. Τον Ιούνιο του επόμενου έτους, άλλωστε, θα υπάρξει και νέα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5 ποσοστιαία μονάδα, στον κλάδο της επικούρησης, με το «κέρδος» να επιμερίζεται εξίσου σε εργοδότες και εργαζομένους. Στο προσκήνιο παραμένει και η επιπλέον μείωση κατά 0,6 ποσοστιαία μονάδα, καθώς αποτελεί δέσμευση της κυβέρνησης η σωρευτική μείωση των εισφορών, έως το τέλος του 2023, κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες.

Η επιλογή μονιμοποίησης των ήδη εφαρμοζόμενων μειώσεων καθώς και η επέκτασή τους εκτιμάται από τους οικονομολόγους αλλά και στελέχη της αγοράς ότι θα έχει άμεσα θετικές συνέπειες στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, βελτιώνοντας την αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων εισοδηματικών κλιμακίων, ενώ θα αποτελέσει κίνητρο για την αύξηση της «επίσημης» απασχόλησης, με ευεργετικές επιδράσεις για την πραγματική οικονομία.

Είναι άλλωστε γνωστό ότι η εγχώρια αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από μεγάλο μη μισθολογικό κόστος, με αποτέλεσμα να μη λειτουργεί αποδοτικά, αφού το κόστος αυτό αποτελεί στην ουσία μια στρέβλωση στη λειτουργία της αγοράς.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ε.Ε., η χώρα μας εμφανίζεται στην 6η θέση των χωρών με τον υψηλότερο συντελεστή στις ασφαλιστικές εισφορές του εργαζομένου στην περίπτωση ενός χαμηλόμισθου μισθωτού, 5,9 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μέσο όρο των ανεπτυγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ. Αντίστοιχα, το 2019 η Ελλάδα είχε το έβδομο υψηλότερο ποσοστό εισφορών των εργοδοτών στις χώρες της Ε.Ε., κατά 14,1 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο των ανεπτυγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ. Ετσι προκύπτει ότι το άθροισμα εισφορών εργαζομένου και εργοδότη είναι το πέμπτο υψηλότερο στις χώρες της Ε.Ε. και κατά 14,2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο των ανεπτυγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ.