Μας απασχολούν πολύ οι αρχές και τα ξεκινήματα. Πώς θα βρούμε δουλειά, πώς θα ξεκινήσουμε μια επιχείρηση ή πώς θα κάνουμε μια νέα συνεργασία. Μας απασχολεί λιγότερο η διατήρηση και δεν μας απασχολεί σχεδόν καθόλου το τέλος. Πώς θα διακόψουμε μια συνεργασία ή πώς θα διαχειριστούμε το τέλος από πρωτοβουλία κάποιου άλλου. Ίσως αυτό το τελευταίο μας απασχολεί λίγο παραπάνω, όταν επιτρέπουμε στον εαυτό μας την πιθανότητα. Για να το αποτρέψουμε ή να το αναστρέψουμε.
Αλλά ο τρόπος που «φεύγουμε» και ο τρόπος που αντιδρούμε στην απόρριψη είναι θεμελιώδες κομμάτι του brand μας. Η σωστή διαχείριση του τέλους είναι κομμάτι του business etiquette, δηλαδή του επαγγελματισμού. Κι αν το savoir vivre δεν είναι από μόνο του αρκετό, υπάρχουν και πιο ωφελιμιστικά κίνητρα. Ποτέ δεν ξέρουμε πότε και υπό ποιες συνθήκες θα συναντηθούμε ξανά με κάποιον, ποιος μιλάει για μας και με ποιον. Ή μάλλον ξέρουμε… όλοι με όλους σε κάθε συνθήκη. Και τα περισσότερα «αντίο» είναι στην πραγματικότητα «εις το επανιδείν».
Αν πρόκειται να φύγεις οικειοθελώς, φροντίζεις για το μετά της θέσης σου. Δεν αφήνεις εκκρεμότητες, δεν λειτουργείς οπορτουνιστικά υποθηκεύοντας το μέλλον όσων μένουν πίσω. Ενημερώνεις εγκαίρως και φροντίζεις για την εκπαίδευση ή έστω την ενημέρωση του αντικαταστάτη σου. Και παραμένεις διαθέσιμος για ένα διάστημα, αν χρειαστεί βοήθεια. Το ίδιο ισχύει και για τους πελάτες σου ή τους συνεργάτες σου. Αν πρόκειται να διακόψεις τη συνεργασία σου μαζί τους, θα πρέπει να τους προετοιμάσεις. Να τους δώσεις χρόνο να βρουν εναλλακτικές και να τους υποστηρίξεις σε αυτό.
Αν κάποιος άλλος αποφασίσει να διακόψει τη συνεργασία μαζί σου, διατηρείς την αξιοπρέπειά σου. Είναι συναισθηματικά φορτισμένη συγκυρία, με κάποιο κριτήριο είναι ίσως και άδικη. Και σε έναν βαθμό είναι αναμενόμενο να υπάρξει ένταση. Οι ακρότητες όμως, δεν βοηθάνε. Εκείνο που βοηθάει είναι η προετοιμασία. Και συναισθηματικά και πρακτικά. Άλλο να σε απολύουν και να μην ξέρεις πώς θα πληρώσεις αύριο το ενοίκιο σου κι άλλο να έχεις αρκετά για να ανταπεξέλθεις στις υποχρεώσεις του επόμενου εξαμήνου. Άλλο να σε απολύουν και να μην έχεις επικαιροποιήσει τις γνώσεις και τις δεξιότητές σου για πέντε ή δέκα χρόνια κι άλλο να είσαι ανταγωνιστικός. Άλλο να χάσεις έναν από τους πέντε πελάτες σου, άλλο να χάσεις τον μοναδικό.
Αν σε απορρίψουν, ευχαριστείς για τον χρόνο και την ευκαιρία που σου έδωσαν. Και πρέπει να το εννοείς. Δεν στα χρωστούσε κανείς. Επίσης, δεν το παίρνεις προσωπικά. Πολύ συχνά, μας απορρίπτουν όχι επειδή δεν είμαστε αρκετά καλοί, αλλά για κάποιο λιγότερο σχετικό λόγο. Ακόμα και για λόγους που δεν αφορούν άμεσα εμάς. Και που θα ήταν ίσως άβολο να παραδεχτούν. Γι’ αυτό, καλό είναι να μην επιμένουμε σε μια απάντηση ή σε μια εξήγηση. Πολύ συχνά μαθαίνουμε το «γιατί» αργότερα, σε ανύποπτη στιγμή. Και κάποιες φορές επανέρχεται αυτός που μας απέρριψε με πρόταση συνεργασίας. Αρκεί να μην έχουμε κόψει κάθε γέφυρα.
Αν είσαι ψηλά στην ιεραρχία και πρόκειται να συνταξιοδοτηθείς, τότε φροντίζεις εγκαίρως για τη διαδοχή σου. Σιγά σιγά παραχωρείς αρμοδιότητες και εξουσίες, κάνεις βήματα προς τα πίσω, μεταλαμπαδεύεις τη σοφία και κάποια από τα μικρά μυστικά σου. Κυρίως συνυπάρχεις όχι με ανθρώπους που λειτουργούν υποστηρικτικά στις ηγετικές σου ικανότητες, αλλά με ανθρώπους που σου μοιάζουν. Τέτοιοι άνθρωποι πρέπει να σε αντικαταστήσουν για να συνεχίσει να είναι επιτυχημένο αυτό που διευθύνεις, σε τέτοιους ανθρώπους πρέπει να αφήσεις χώρο.
Με όποιον τρόπο κι αν έρθει το τέλος, καλό είναι να προστατεύσουμε και να τιμήσουμε αυτό που τέλειωσε. Τους ανθρώπους που συνεργαστήκαμε, εκείνα που πετύχαμε μαζί τους, τα λάθη μας και τα λάθη τους, τις δυσκολίες. Το να μιλάμε άσχημα κι απαξιωτικά για το παρελθόν μας είναι – αν μη τι άλλο σπουδαιότερο – κακό personal brand. Δεν δείχνει ότι μάθαμε, ότι προχωρήσαμε και γίναμε καλύτεροι. Δείχνει το ακριβώς αντίθετο και πιθανώς επιλεκτικότατη μνήμη. Και κάνει τους τωρινούς ή επίδοξους συνεργάτες μας να ανησυχούν για το τι θα λέμε γι’ αυτούς αν τελειώσει η συνεργασία μας.